κοίτομαι

κοίτομαι
лежать, быть прикованным к постели

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοίτομαι" в других словарях:

  • κοίτομαι — (Μ κοίτομαι) βλ. κείτομαι …   Dictionary of Greek

  • κείτομαι — και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι) 1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι 2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος νεοελλ. είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών») μσν. 1. κοιμάμαι («τὰ… …   Dictionary of Greek

  • κατακοίτομαι — βλ. κατακείτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοίτομαι (< κοίτη «κρεβάτι)] …   Dictionary of Greek

  • κοιτάμενος — η, ο κατάκοιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενεστ. τού κοίτομαι, σχηματισμένη με κατάληξη άμενος (πρβλ. κουν άμενος, σερν άμενος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»